εξαφανισμός

εξαφανισμός
ο (AM ἐξαφανισμός) [εξαφανίζω]
εξαφάνιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξαφανισμός — ο βλ. εξαφάνιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκμηδένιση — η 1. εξαφανισμός, εξουθένωση. 2. η μετάβαση από την ύπαρξη στην ανυπαρξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαφάνιση — εξαφάνιση, η και εξαφανισμός, ο 1. η εξάλειψη από το πρόσωπο της γης. 2. η απόκρυψη πράγματος. 3. όλεθρος, καταστροφή, σβήσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμός — ο απώλεια, θάνατος, χάσιμο, εξαφανισμός: Τη μάρανε ο χαμός του άντρα της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”